- ἀσύφηλος
- ἀσύφηλοςheadstrongmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασύφηλος — ἀσύφηλος, ον (Α) 1. ξεροκέφαλος, ανόητος 2. πρόστυχος, ποταπός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι η λ. συνδέεται με το σοφός, ενώ κατ άλλους με τα Σίσυφος και σέσυφος «πανούργος» (Ησύχ.)] … Dictionary of Greek
ἀσυφήλως — ἀσύφηλος headstrong adverbial ἀσύφηλος headstrong masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσύφηλον — ἀσύφηλος headstrong masc/fem acc sg ἀσύφηλος headstrong neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυφήλοις — ἀσύφηλος headstrong masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυφήλου — ἀσύφηλος headstrong masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυφήλους — ἀσύφηλος headstrong masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυφήλῳ — ἀσύφηλος headstrong masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσύφηλοι — ἀσύφηλος headstrong masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)